ἐπίκεντρος

ἐπίκεντρος
ἐπίκεντρ-ος, ον, Astron.,
A occupying a cardinal point, Vett.Val.9.19, Man.1.34, Doroth. ap. Heph.Astr.2.5, S.E.M.5.40:[comp] Comp., Ptol.Tetr.79.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίκεντρος — occupying a cardinal point masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκεντρος — η, ο (Α ἐπίκεντρος, ον) [κέντρο] αυτός που βρίσκεται πάνω από το κέντρο ή πάνω στο κέντρο ή σε κεντρικό σημείο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το επίκεντρο το κύριο, το κεντρικό θέμα, το κεντρικό σημείο, ο στόχος («το επίκεντρο τής προσοχής, τής… …   Dictionary of Greek

  • επίκεντρος — η, ο 1. που βρίσκεται στο κέντρο, σε κεντρικό τόπο, που βρίσκεται πάνω από το κέντρο. 2. το ουδ. ως ουσ., επίκεντρο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικεντρότερον — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point adverbial comp ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc acc comp sg ἐπίκεντρος occupying a cardinal point neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκεντρον — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/fem acc sg ἐπίκεντρος occupying a cardinal point neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντροτέρου — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντροτέρους — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντρότεροι — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεντρότερος — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικέντροις — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικέντρου — ἐπίκεντρος occupying a cardinal point masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”